μεγαλοφανής

μεγαλοφανής
μεγᾰλο-φᾰνής, ές,
A = μεγαλοπρεπής 2,

ὄνος Arist.

(?) in PLit.Lond. 112 ([comp] Sup.), cf. Paul.Al.N.2, Hsch., Phot.

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • μεγαλοφανής — masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφανής — (Μεγαλόπολη, 3oς αι. π.Χ.). Φιλόσοφος. Ήταν μαθητής του Αρκεσίλαου, ενώ ο Πλούταρχος τον αναφέρει ως δάσκαλο του Φιλοποίμενος. Αυτοεξορίστηκε για να γλιτώσει από την τυραννία που επικρατούσε στην πατρίδα του και αργότερα συμμετείχε στην εκθρόνιση …   Dictionary of Greek

  • Μεγαλοφάνει — Μεγαλοφάνης masc nom/voc/acc dual (attic epic) Μεγαλοφάνεϊ , Μεγαλοφάνης masc dat sg (epic ionic) Μεγαλοφάνης masc dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλοφανές — μεγαλοφανής masc/fem voc sg μεγαλοφανής neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • μεγαλ(ο)- — και μεγα / μεγά (ΑM μεγαλ[ο] και μεγα / μεγά ) α συνθετικό πάμπολλων λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθετο μέγας, μεγάλου. Τα σύνθετα στα οποία εμφανίζεται είναι, κατά κανόνα, προσδιοριστικού τ. (δηλ. το α συνθετικό… …   Dictionary of Greek

  • μεγαλόφανος — η, ο μεγαλοφανής. [ΕΤΥΜΟΛ. < μεγαλ(ο) * + φανος (< φαίνομαι, πρβλ. διά φανος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”